βλαπτική

βλαπτική
βλαπτικός
hurtful
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρόληψη — Mε αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται κάθε πράξη ή πίστη με μαγικό ή θρησκευτικό χαρακτήρα, που βρίσκεται έξω ή σε αντίθεση με την επίσημη θρησκεία μιας κοινωνικής ομάδας. Η έννοια της π. είναι σχετική –εφόσον έχει ως όρο αναφοράς την κάθε φορά επίσημη …   Dictionary of Greek

  • βασκανία — Η επιβλαβής επήρεια που μπορούν να ασκήσουν ορισμένα άτομα πάνω σε άλλα, είτε με το βλέμμα τους είτε με παράδοξο μορφασμό του προσώπου τους. Η πίστη στη β. είναι πανάρχαια και τη συναντούμε όχι μόνο σε πρωτόγονους λαούς αλλά και σε λαούς με… …   Dictionary of Greek

  • επιβλαβής — ές (AM ἐπιβλαβής, ές) βλαβερός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβλαβές βλαπτική ιδιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βλαβής (< βλάβη)] …   Dictionary of Greek

  • νευροτοξίνη — η (βιοχ.) τοξίνη που χαρακτηρίζεται από βλαπτική δράση κυρίως στο νευρικό σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurotoxin < νευρ(ο) * + τοξίνη] …   Dictionary of Greek

  • παραπροϊόν — το 1. δευτερεύον προϊόν τής χημικής βιομηχανίας που παράγεται ταυτόχρονα με το κύριο προϊόν της και χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη σε άλλη βιομηχανία 2. βλαπτική ουσία που προκύπτει από την επεξεργασία τού κύριου προϊόντος 3. μτφ. (κυρίως για… …   Dictionary of Greek

  • υπεξαγωγή — η / ὑπεξαγωγή, ΝΜΑ [ὑπεξάγω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπεξάγω νεοελλ. 1. λαθραία αφαίρεση 2. φρ. «υπεξαγωγή εγγράφων» (νομ.) η σκόπιμη και βλαπτική αλλότριου συμφέροντος απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή εγγράφου το οποίο δεν ανήκει εξ… …   Dictionary of Greek

  • υπονόμευση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπονομεύω, διάνοιξη υπονόμου κάτω από το έδαφος, ιδίως για την τοποθέτηση εκρηκτικών υλών 2. μτφ. α) δόλια βλαπτική ενέργεια («η συστηματική υπονόμευση τής κυβερνητικής προσπάθειας από την αντιπολίτευση»)… …   Dictionary of Greek

  • υφίσταμαι — ὑφίσταμαι, ΝΜΑ, και ενεργ ὑφίστημι ΜΑ, και ιων. τ. ὑπίστημι Α [ἵστημι/ ἵσταμαι] 1. (στη νεοελλ. μόνον ως μεσοπαθ.) υφίσταμαι α) υποβάλλομαι σε κάτι, δέχομαι μια, συνήθως βλαπτική, ενέργεια, υποφέρω (α. «υφίσταται τις συνέπειες τής κακής… …   Dictionary of Greek

  • καλικάντζαροι — Δαιμονικά πειραχτικά όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη, οι κ. εμφανίζονταν τις νύχτες του δωδεκαήμερου, μεταξύ Χριστουγέννων και Θεοφανίων, και λέρωναν τις προμήθειες των νοικοκυραίων, έπιαναν όσους ανθρώπους… …   Dictionary of Greek

  • Ρέζους (Rh), παράγοντας — Ουσία που βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια του πίθηκου Macacus rhesus (από όπου και η ονομασία) και ενός τμήματος του ανθρώπινου πληθυσμού (85% για τη λευκή φυλή). Η πρακτική σημασία της αντιγονικής αυτής ουσίας συνδέεται κυρίως με δύο ενδεχόμενα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”